βολτ-αμπέρ

βολτ-αμπέρ
Μονάδα της φαινόμενης μέσης ισχύος εναλλασσόμενου ρεύματος, που συμβολίζεται με VA. Η φαινόμενη μέση ισχύς φαιν. ορίζεται ως το γινόμενο της ενεργούς έντασης του ρεύματος σε αμπέρ με την ενεργό τάση στους πόλους του κυκλώματος σε βολτ ( φαιν. = iεν. · Uεν.), σε αντίθεση με την πραγματική μέση ισχύ ενός ηλεκτρικού κυκλώματος που μετριέται σε βατ και δίνεται από την εξίσωση: = iεν.· Uεν. · συνφ, όπου συν ο συντελεστής ισχύος και φ η διαφορά φάσης μεταξύ τάσης και έντασης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συντελεστής — Στη φυσική είναι μια σταθερά πολλαπλασιαστική, που εμφανίζεται γενικά στους νόμους οι οποίοι εκφράζουν την εξάρτηση ενός φυσικού μεγέθους από άλλα φυσικά μεγέθη. Στην πραγματικότητα, και ακριβέστερα, οι σ. μπορούν να θεωρηθούν σταθεροί εντός… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • αυτεπαγωγή — Φαινόμενο κατά το οποίο εμφανίζεται ηλεκτρεγερτική δύναμη επαγωγής, στα άκρα ενός κυκλώματος, όταν μεταβάλλεται η ένταση του ρεύματος που διαρρέει το κύκλωμα. Κάθε αγωγός που διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα σχηματίζει γύρω από αυτόν μαγνητικό… …   Dictionary of Greek

  • Ωμ — Μονάδα ηλεκτρικής αντίστασης. Αντιστοιχεί με την αντίσταση ενός αγώγιμου νήματος το οποίο, διαρρέεται από ρεύμα 1 αμπέρ και εμφανίζει στα άκρα του διαφορά δυναμικού 1 βολτ. Oφείλει το όνομά της στον ομώνυμο Γερμανό φυσικό. * * * ο, Ν φρ. «νόμος… …   Dictionary of Greek

  • ισχύς — Η ποσότητα της ενέργειας που παράγεται ή απορροφάται από ένα σύστημα στη μονάδα του χρόνου· ειδικότερα, η ι. ενός κινητήρα είναι η ποσότητα του έργου που αυτός παράγει στη μονάδα του χρόνου. Ως προς την κίνηση, η ι. ενός κινητήρα συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • κιλοβάτ — (ΚW). Πολλαπλάσιο του βατ (W), δηλαδή της βασικής μονάδας ισχύος στον ηλεκτρισμό. H μονάδα του ηλεκτρικού ρεύματος που διαρρέει έναν αγωγό ισούται με 1 W (βατ), όταν η ένταση του ρεύματος ισούται με ένα Α (αμπέρ) και στα άκρα του αγωγού η τάση… …   Dictionary of Greek

  • ωμ — Μονάδα ηλεκτρικής αντίστασης. Αντιστοιχεί με την αντίσταση ενός αγώγιμου νήματος το οποίο, διαρρέεται από ρεύμα 1 αμπέρ και εμφανίζει στα άκρα του διαφορά δυναμικού 1 βολτ. Oφείλει το όνομά της στον ομώνυμο Γερμανό φυσικό. * * * το, Ν μετρολ. φυσ …   Dictionary of Greek

  • τόξο ηλεκτρικό — Ειδικός τύπος ηλεκτρικής εκκένωσης μεταξύ δύο ηλεκτροδίων, συνήθως από άνθρακα, μέταλλο ή μεικτά. Από τους διάφορους τύπους ηλεκτρικού τόξου μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει το βολταϊκό, που χρησιμοποιείται ως ισχυρή φωτεινή πηγή στη φασματοσκοπία,… …   Dictionary of Greek

  • Χένρι, Τζόζεφ — (Henry, Όλμπανι, Νέα Υόρκη 1797 – Ουάσινγκτον 1878). Αμερικανός φυσικός. Φτωχός, από εργατική οικογένεια πήρε μόνο μια στοιχειώδη μόρφωση και ύστερα δούλεψε ως μαθητευόμενος κοντά σε έναν ωρολογοποιό· συνέχισε να σπουδάζει τις ελεύθερες ώρες του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”